αυτοκατάλυση

αυτοκατάλυση
Η ιδιότητα που έχουν ορισμένοι οργανισμοί ή κάποια κύτταρα ή τα κυτταρικά τους συστατικά να καταλύουν τα ίδια την παραγωγή ορισμένων βιολογικών τους ουσιών, έτσι ώστε να παρασκευάζεται περισσότερη από αυτή την ουσία. Όσο μεγαλύτερη ποσότητα βιολογικού καταλύτη βρίσκεται στο κύτταρο ή στον οργανισμό, τόσο μεγαλύτερη είναι και η παραγωγή των βιολογικών τους ουσιών.
* * *
η
1. το να καταλύει, να καταστρέφει κανείς τον εαυτό του
2. χημική αντίδραση η οποία επιταχύνεται με την παρουσία των προϊόντων της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Autokatalyse — (gr. αυτοκατάλυση, aftokatálissi: „die Selbstauflösung“) bezeichnet eine besondere Form der katalytischen chemischen Reaktion, bei der ein Endprodukt als Katalysator für die Reaktion wirkt. Durch die fortlaufende Bildung dieses Katalysators wird… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”